γκέλ(λ)ι

γκέλ(λ)ι
το жало

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γκέλ(λ)ι" в других словарях:

  • γκελ — το το αναπήδημα που κάνει η μπάλλα όταν χτυπάει στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • Γκελ-Μαν, Μάρεϊ — (Murray Gell Mann, Νέα Υόρκη 1929 –).Αμερικανός θεωρητικός φυσικός. Γιος Αυστριακού μετανάστη, εισήχθη στο πανεπιστήμιοΓέιλ το 1944. Όταν αποφοίτησε (1948), συνέχισε τις σπουδές του στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, απ’ όπου έλαβε το… …   Dictionary of Greek

  • Γκλάσοου, Σέλντον Λι — (Sheldon Lee Glashow, Μανχάταν 1932 –). Αμερικανός φυσικός, ρωσοεβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Η διδακτορική διατριβή του είχε τον τίτλο Η τροχιά του μεσονίου στις… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κουάρκ — Στοιχειώδες σωματίδιο. Θεωρητικά, αποτελεί (μαζί με τα λεπτόνια) το δομικό υλικό όλων των κύριων συστατικών του ατόμου (θεμελιώδη φερμιόνια). Η επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος των κ. απασχολεί τους φυσικούς υψηλών ενεργειών εδώ και τρεις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»